Επέλεξα να ζω χωρίς απωθημένα

Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο κτίριο, με γυάλινη πρόσοψη και πολλούς ορόφους. Η πολυεθνική που πάντα ονειρευόμουν. Φορώντας άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, έκανα την επίσημη εμφάνισή μου στη νέα μου δουλειά. Μαζί μου ήταν ο σύζυγός μου. Μα κοίτα πόση ευτυχία! Ο άνθρωπος που πάντα ονειρευόμουν ήταν πλάι μου, συνοδοιπόρος σε κάθε στιγμή.

Μπήκαμε μέσα βιαστικά. Εκείνος ήδη δούλευε εκεί και ήταν εξοικειωμένος με το περιβάλλον. Καθίσαμε σε μια πολυτελή αίθουσα αναμονής, μέχρι να ξεκινήσει το ωράριό μας.

Η ώρα περνούσε. Εκείνος έπρεπε να ξεκινήσει νωρίτερα και σηκώθηκε δειλά δειλά, ψιθυρίζοντάς μου καλή επιτυχία.

Παρατηρώντας τον να ξεμακραίνει, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό μου.

Τι κάνω εγώ εδώ;

Ήμουν σε ένα μέρος ξένο, που ακόμα κι αν φάνταζε ιδανικό, ακόμα κι αν αποτελούσε τον τελικό προορισμό των ονείρων μου, ήταν ξένο. Το πουκάμισο δεν μου πήγαινε, προτιμούσα τη μαύρη ζιβάγκο που είχα σε τέσσερις – πέντε παραλλαγές.

Μα κι ο σύντροφος μου… Ήταν αυτός που κάποτε ερωτεύτηκα, αγάπησα, έδωσα όλο μου το είναι. Μα δε βίωνα τίποτα περισσότερο πια από μια καλοστημένη συνήθεια.

~~

Ξαφνικά ξύπνησα. Δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι μου. Αρκετός χρόνος για να συνέλθω από το σοκ ενός ονείρου που πάντα ευχόμουν να δω και να ζήσω, μα τελικά κατάλαβα ότι αποτελούσε το χειρότερό μου εφιάλτη.

Σηκώθηκα βιαστικά, φόρεσα εκείνη τη μαύρη ζιβάγκο που τόσο αγαπούσα και μπήκα στο αμάξι για να πάω στη δουλειά.

Οι εικόνες εναλλάσσονταν όσο περισσότερο πατούσα γκάζι, και σκεφτόμουν ότι κάπως έτσι ήταν και η ζωή μου.

Γκάζωνα, φρόντιζα να μη μένω στάσιμη σε τίποτα που με έφθειρε, ακόμα κι αν φάνταζε αφόρητη η απουσία του.

Πήγαινα παρακάτω, με όποιο τίμημα.

Τσαλακωνόμουν.
Τόσο πολύ που κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορούσε να με σώσει.

Εκφραζόμουν.
Κοιτούσα τους ανθρώπους στα μάτια, τους εμπιστευόμουν ακόμα κι αν τους ήξερα λίγο. Αρκετές φορές με έστησα στον τοίχο και με αποκάλεσα αφελή και υπερευαίσθητη.

Κάποτε προσπάθησα να γίνω κάτι άλλο. Κάτι άτρωτο, σκληρό και αήττητο. Στην αρχή νόμιζα ότι δεν μπορώ, μα μόνο όταν είδα ότι τελικά δε θέλω, κατάλαβα ποια είμαι.

Ήμουν αυτή που ήταν αρκετά τρωτή ώστε να μπορεί να αγαπά τους ανθρώπους. Αυτή που δεν άνηκε στην πολυεθνική, γιατί επέλεξε να δουλεύει λιγότερες ώρες, ώστε να έχει χρόνο να ζει, να δημιουργεί και να απολαμβάνει.

Και ο σύντροφος; Αυτόν που πάντα θεωρούσα ιδανικό, τον άφησα να φύγει γιατί δεν μου ταίριαζε. Δεν είχα βλέπεις την ανάγκη να με συνοδέψει στη δουλειά, στα ψώνια ή στο πάρκο.

Ήθελα να με συνοδέψει στη ζωή.

Κι αυτό ήταν κάτι που ποτέ ο συγκεκριμένος δεν θα μπορούσε να πετύχει.

Επέλεξα να εκφράζομαι, ακόμα κι όταν είχα απέναντί μου ανθρώπους πνιγμένους στον εγωισμό και να λέω σ’αγαπώ όταν το ένιωθα και όχι όταν έπρεπε. Βίωσα μια ζωή σαν καρδιογράφημα, αλλά ήταν ζωή και όχι βάδισμα στον κάμπο. Με ανηφόρες, κατηφόρες, απολαύσεις και ηδονές, πόνο και απόγνωση.

Η ώρα πέρασε και έφτασα στον προορισμό μου. Πάρκαρα και βγήκα βιαστικά από το αμάξι, έπρεπε να μπω για δουλειά. Πέρασα το κατώφλι της μικρής εταιρείας και ένιωσα η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Ήμουν εκεί που ήθελα να είμαι, είχα τον σύντροφο που ήθελα να έχω, μα πάνω από όλα είχα χτίσει τη ζωή που ήθελα να χτίσω.

Κι ήταν μια ζωή χωρίς απωθημένα.

Scroll to Top