Εκείνες οι ανώδυνες σχέσεις που είναι πλέον της μόδας

Καθημερινά γνωρίζουμε αρκετούς ανθρώπους και συνάπτουμε πολλών ειδών σχέσεις.

Τα τελευταία χρόνια δε, που αποκαλούμαστε ανοιχτόμυαλοι και απελευθερωμένοι, τα είδη σχέσεων έχουν πολλαπλασιαστεί.
Κάποτε οι σχέσεις ήτανε ξεκάθαρες, φέραν διακριτές ταμπέλες: φιλικές, επαγγελματικές, συγγενικές, ερωτικές.
Κάποτε έρωτας σήμαινε θέλω να είμαι με αυτόν που ερωτεύτηκα. Με αυτόν που μέρα με τη μέρα ερωτεύομαι ακόμα πιο πολύ.
Τα πράγματα όμως αλλάξαν.

Το αμιγώς ερωτικό μετατράπηκε σε μια ανάμικτη μετριότητα και κάπως έτσι ο έρωτας κατάντησε να σημαίνει για πολλούς το άπιαστο, αυτό το κάτι που θέλω αλλά δεν μπορώ να έχω.
Και δεν θα κάνω απολύτως τίποτα για να αποκτήσω.

Καλά δεν είμαι μόνος μου;
Γιατί να μπω σε μπελάδες;
Γιατί να περάσω όμορφα και μετά να θέλω κι άλλο;
Γιατί να γευτώ το αδοκίμαστο, αυτό που είναι ικανό να κάνει χίλια κομμάτια τη ρουτίνα μου;

Αυτή τη ρουτίνα που φτιάχνω με τόσο κόπο και χτίζω με τόση επιμέλεια ώστε να φαντάζει υποφερτή.
Στοίβες με επαγγελματικές υποχρεώσεις να μου κρατούν συντροφιά τις καθημερινές.
Ξενύχτια με διάφορες, μα πλήρως αδιάφορες, παρέες τα Σαββατοκύριακα.
Και μια στο τόσο, βουβοί εραστές που καλύπτουν τις ανάγκες μου και μετά χάνονται.
Γιατί πότε δεν κατάφεραν να αγγίξουν τις καλά κρυμμένες επιθυμίες μου.

Και κάπως έτσι, ανώδυνα κυλά ο χρόνος.
Χωρίς συγκινήσεις, χωρίς πάθη, χωρίς λάθη.
Χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς ακραίες πράξεις, χωρίς χαμόγελα κλεφτά στο βραδινό αποχωρισμό.
Χωρίς ακανόνιστες πεταλούδες στο στομάχι.
Χωρίς σφικτές αγκαλιές σαν να μην υπάρχει αύριο.
Χωρίς φιλιά σε καλογυαλισμένα παγκάκια βουτηγμένα στην αγνότητα, χωρίς έρωτα σε ξεστρωμένα κρεβάτια πνιγμένα στην αμαρτία.
Την αμαρτία τη γλυκιά, αυτή που σε γεμίζει ευτυχία.
Ανώδυνες αγάπες, φιλιά χλιαρά, χρώματα απαλά.

Και τάχα μου εσύ αυτό το λες ισορροπία.
Δε λέγεται όμως έτσι.
Λέγεται δειλία.
Λέγεται ανία.

Ποιο το έπαθλο σε ένα παιχνίδι με φύλλα ερμητικά κλειστά κι ανέκφραστες φιγούρες που πάντα είσαι νικητής;
Ένα άπειρο τίποτα κερδίζεις για έπαθλο, όταν δεν χάνεις ποτέ.

Και τελικά μοιάζεις σαν αυτό τον φουκαρά τον βάτραχο.
Που αν τον βουτήξεις μέσα σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό θα πεταχτεί αμέσως έξω.
Μα αν τον σιγοβράσεις, θα μείνει εκεί μέχρι να πεθάνει.
Όχι γιατί θέλει να πεθάνει, αλλά απλά γιατί δεν έχει καταλάβει ότι πεθαίνει.
Θα προτιμήσει έναν αργό κι ανώδυνο θάνατο, αντί ένα μεγάλο άλμα.

Δυνάμωσε τη φωτιά, νιώσε τη φλόγα μέσα σου και πήδα!
Πήδα και ό,τι γίνει.
Τουλάχιστον θα είναι κάτι που θα θυμάσαι.

Scroll to Top