
Κι ενώ αυτοί σου έχουν υποσχεθεί μια ευθεία γραμμή, συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι η ζωή μόνο αυτό δεν είναι. Γιατί η ζωή είναι σαν ένας δρόμος στην Ελλάδα, κάνεις μανούβρα για να αποφύγεις τη μία λακκούβα και πέφτεις σε άλλη. Και νευριασμένος τα ρίχνεις όλα στην τύχη σου τη χορεύτρια. Λες και φταίει αυτή και όχι ο δρόμος που έχει τα μαύρα του τα χάλια. Αν κατάλαβες τη μεταφορά, συγχαρητήρια, πιάσε μια μπύρα και άραξε να στα πω…
Σου έχει τύχει ποτέ να κοιτάς άτομα που μέχρι χθες νόμιζες ότι τα ήξερες και να μη τα αναγνωρίζεις; Και ακόμα χειρότερα, σου έχει τύχει να κοιτάς γύρω σου και να μη βλέπεις ούτε ένα άτομο στο οποίο θα μπορούσες να βασιστείς; Και χέσ’ το αυτό, έστω ένα άτομο στο οποίο να μπορείς να μιλήσεις και να είσαι απόλυτα σίγουρος – ή έστω σε κάποιο βαθμό – το ότι δεν θα το εκμεταλλευτεί εις βάρος σου. Έστω ένα ρε φίλε!
Πότε έγινε τόσο σκατά αυτός ο κόσμος; Πότε άρχισε ο ένας να τρώει τον άλλο;
Βλέπω παντού γύρω μου πρόσωπα άγνωστα, ανθρώπους που νόμιζα ότι θα μπορούσα να εμπιστευτώ αλλά στο τέλος της μέρας καταλαβαίνω ότι και πάλι είμαι μόνος. Και είναι τόσο ψυχοφθόρο αυτό, τόσο μάταιο που δεν το αντέχω. Δεν αντέχω το να μην έχω σε κάποιον να μιλήσω. Να βγούμε ένα βράδυ έξω και να κάνουμε έναν από αυτούς τους τεράστιους περιπάτους όπου ο καθένας ανοίγει τη ψυχή του στον άλλο και ξεφορτώνει όλα του τα βάρη. Και ξέρει ότι αυτός που στέκεται απέναντί του θα τον βοηθήσει να τα σηκώσει και να προχωρήσει τη ζωή του μπροστά, θα του δώσει το χέρι για να τον βοηθήσει να βγει από το τέλμα.
Έχω καιρό να νιώσω πραγματικά χαρούμενος. Δηλαδή εξωτερικά μια χαρά υποκρίνομαι, πάντα ήμουν καλός σε αυτό, εσωτερικά όμως με τρώει. Γιατί; Δεν ξέρω ρε φίλε, ειλικρινά δεν ξέρω…
Και είναι αυτό το ψεύτικο «καλά» που λέω κάθε φορά που με ρωτάνε (εδώ που τα λέμε όλοι «καλά» λέμε αλλά πόσοι το εννοούν είναι άλλο θέμα). Αλλά και να πω ότι δεν είμαι καλά, ποιος θα ενδιαφερθεί, μου λες; Εδώ το έχω γράψει, το έχω δημοσιεύσει ξανά και ξανά κι αυτοί πατούσαν like. «Μπράβο ρε ‘συ, μια χαρά τα γράφεις, σε διαβάζουμε». Εγώ όμως δεν θέλω να με διαβάσεις μαν, θέλω να με καταλάβεις.
Τέλος πάντων, τα έχω πει και τα έχω αναλύσει αρκετές φορές αλλά όσο και να μιλάς στον τοίχο απάντηση δεν πρόκειται να πάρεις. Γι’ αυτό κι εγώ, εποχή ευχών, θα κλείσω με την ευχή το νέο έτος ν’ αρχίσουμε όλοι να νιώθουμε λίγο περισσότερο και να πάψουμε να κοιτάμε μόνο τη πάρτη μας.
Γιατί δε λέω, λογικό είναι να κοιτάς τον εαυτό σου πρώτα αλλά δεν χρειάζεται να είσαι τόσο μαλάκας ρε φίλε…

Ο Δημήτρης Μπονόβας γεννήθηκε το 1989 στην πόλη των θρύλων και των παραδόσεων, τα Ιωάννινα, όπου και ζει έως σήμερα. Σπούδασε στο Α.Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας στο τμήμα Μηχανικών Η/Υ και στο Ηπειρωτικό Ωδείο «Τσακάλωφ» στα τμήματα πιάνου και ανώτερων θεωρητικών. Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση. Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετές ομαδικές συλλογές, ενώ έχει εκδώσει και δύο προσωπικές, μία σε ηλεκτρονικό βιβλίο και μία σε φυσικό, τη Νυχτερινή Ελεγεία από τις εκδόσεις Γράφημα. Τέλος, έχει εκδώσει και ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Sharif, βαδίζοντας στο σκοτάδι» από τις εκδόσεις Υδροπλάνο. Αρθρογράφος για αρκετά χρόνια σε καλλιτεχνικές ιστοσελίδες ενώ τα τρία τελευταία διατηρεί μαζί με φίλους και τη δική του, το Authoring Melodies. Άνθρωπος με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Αν δεν τον πετύχεις μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, σίγουρα θα τον βρεις με ένα βιβλίο στο χέρι. Λατρεύει τα ιστορικά μυθιστορήματα γιατί τον ταξιδεύουν σε άλλες εποχές και μέσα από αυτά γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις.