Ένας γνώριμος ξένος

Είσαι εσύ, που κάποτε ήμασταν μαζί σε μια σχέση διαφορετική από τις άλλες.
Μια σχέση που περνούσαμε καλά, αναγκαία και ικανή συνθήκη για να την ορίσουμε «καλή».
Ακούγαμε την ίδια μουσική για ώρες μαζί, αγκαλιαζόμασταν σα μικρά παιδιά.
Κι ο κόσμος μας κορόιδευε, θυμάσαι;
Έφτανε να συναντηθούν τα βλέμματά μας για να δημιουργήσουμε ένα δικό μας σύμπαν, θυμάσαι;
Οι μέρες και οι νύχτες μας δεν ήταν ασπρόμαυρες, αλλά βαμμένες στα κόκκινα από το πάθος μας.
Πάθος αγνό, ακατέργαστο, πρωτόγνωρο.
Οι συναντήσεις μας κάθε άλλο από μονότονες.
Κάθε φορά σαν πρώτη φορά.
Η διαφορετικότητά μας, μας ένωνε με δεσμούς απλούς, μα άλυτους και αντισυμβατικούς.
Πάντα εσύ να ξεκινάς μια φράση, πάντα εγώ να την ολοκληρώνω.
Πάντα να τρέχουμε μαζί, με ταχύτητες μεγάλες σε έναν απέραντο κήπο.
Το δικό μας κήπο.
Τόσο γρήγορα, τόσο αυθόρμητα, και τόσο βιαστικά, που ποτέ δε φοβηθήκαμε την πτώση.
Μα τελικά πέσαμε.
Στο κενό.
Κι όσο κι αν προσποιηθήκαμε τους επίδοξους κηπουρούς ο κήπος μας δεν άνθισε ποτέ ξανά.
Για να κοιμάσαι ήσυχος κράτησες το σενάριο που σε βόλευε, ήμουν εγώ αυτή που έφταιγε.
Για να κοιμάμαι ήσυχη έκανα και εγώ το ίδιο, ήσουν εσύ αυτός που έφταιγε.
Κι έτσι γίναμε δυο άγνωστοι γνωστοί.
Δυο γνώριμοι ξένοι.
Δυό άνθρωποι που κοιμούνται ήσυχοι πια, αλλά ξυπνάνε μόνοι.
Παρέα με μια ξεθωριασμένη νοσταλγία για την πιο όμορφη ιστορία.

Scroll to Top